- καρτεροῦσα
- καρτερέωto be steadfastpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)καρτερόωstrengthenpres part act fem nom/voc sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρτερούσας — καρτερούσᾱς , καρτερέω to be steadfast pres part act fem acc pl (attic epic doric) καρτερούσᾱς , καρτερέω to be steadfast pres part act fem gen sg (doric) καρτερούσᾱς , καρτερόω strengthen pres part act fem acc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… … Dictionary of Greek